- ἐπηρέμησις
- ἐπηρέμησιςpausefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επηρέμησις — ἐπηρέμησις, η (Α) παύση, διακοπή (μεταξύ συστολής διαστολής τού σφυγμού) … Dictionary of Greek
ἐπηρεμήσεις — ἐπηρέμησις pause fem nom/voc pl (attic epic) ἐπηρέμησις pause fem nom/acc pl (attic) ἐπηρεμέω rest after aor subj act 2nd sg (epic) ἐπηρεμέω rest after fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρέμησιν — ἐπηρέμησις pause fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεμήσεων — ἐπηρεμήσεω̆ν , ἐπηρέμησις pause fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)